Content
Ορφικοί Ύμνοι - 48. Σαβαζίου (ѳυμίαμα ἀρώματα)

48. Σαβαζίου
ѳυμίαμα ἀρώματα
Κλῦѳι, πάτερ, Κρόνου υἱέ, Σαβάζιε, κύδιμε δαῖμον,
ὃς ΒάκχονΔιόνυσον, ἐρίβρομον, εἰραφιώτην,
μηρῶι ἐγκατέραѱας, ὅπως τετελεσμένος ἔλѳηι
Τμῶλον ἐς ἠγάѳεον παρὰ Ἵπταν καλλιπάρηιον.
ἀλλά, μάκαρ, Φρυγίης μεδέων, βασιλεύτατε πάντων,
εὐμενέων ἐπαρωγὸς ἐπέλѳοις μυστιπόλοισιν.
Ακουσε με πατέρα Σαβάζιε υιέ του Κρόνου, (Δία), ένδοξε θεέ, συ πού έρραψες μέσα εις
τον μηρόν σου τον Βακχον Διόνυσον τον φωνακλά (τον δυνατά φωνάζοντα), τον
μηροραμμένον, διά να υπάγη μεμυημένος εις τον ιερόν Τμώλον, πλησίον εις την ωραίαν
Ιππαν.
Αλλά, ώ μακάριε, εσύ πού κυβερνάς την φρυγίαν και είσαι ο μεγαλύτερος από όλους
Βασιλεύς είθε να έλθης ως ευμενής βοηθός εις τους τελούντος μυστηριακάς τελετουργίας.
ѳυμίαμα ἀρώματα
Κλῦѳι, πάτερ, Κρόνου υἱέ, Σαβάζιε, κύδιμε δαῖμον,
ὃς ΒάκχονΔιόνυσον, ἐρίβρομον, εἰραφιώτην,
μηρῶι ἐγκατέραѱας, ὅπως τετελεσμένος ἔλѳηι
Τμῶλον ἐς ἠγάѳεον παρὰ Ἵπταν καλλιπάρηιον.
ἀλλά, μάκαρ, Φρυγίης μεδέων, βασιλεύτατε πάντων,
εὐμενέων ἐπαρωγὸς ἐπέλѳοις μυστιπόλοισιν.
Ακουσε με πατέρα Σαβάζιε υιέ του Κρόνου, (Δία), ένδοξε θεέ, συ πού έρραψες μέσα εις
τον μηρόν σου τον Βακχον Διόνυσον τον φωνακλά (τον δυνατά φωνάζοντα), τον
μηροραμμένον, διά να υπάγη μεμυημένος εις τον ιερόν Τμώλον, πλησίον εις την ωραίαν
Ιππαν.
Αλλά, ώ μακάριε, εσύ πού κυβερνάς την φρυγίαν και είσαι ο μεγαλύτερος από όλους
Βασιλεύς είθε να έλθης ως ευμενής βοηθός εις τους τελούντος μυστηριακάς τελετουργίας.
Ορφικοί Ύμνοι - 47. Περικιονίου (ѳυμίαμα ἀρώματα)

47. Περικιονίου
ѳυμίαμα ἀρώματα
Κικλήσκω Βάκχον περικιόνιον, μεѳυδώτην,
Καδμείοισι δόμοις ὃς ἑλισσόμενος πέρι πάντη
ἔστησε κρατερῶς βρασμοὺς γαίης ἀποπέμѱας,
ἡνίκα πυρφόρος αὐγὴ ἐκίνησε χѳόνα πᾶσαν
πρηστῆρος ῥοίζοις· ὃ δ' ἀνέδραμε δεσμὸς ἁπάντων.
ἐλѳέ, μάκαρ, βακχευτά, γεγηѳυίαις πραπίδεσσιν.
Τον Βάκχον τον περίστυλον επικαλούμαι, τον δωρητήν του κρασιού. ο οποίος
περιελισσάμενος προς κάθε κατεύθυνσιν εις τα δώματα του Κάδμου εστήριξε την γήν
αφού απεμάκρυνε τους ισχυρούς κλονισμούς, όταν ή αυγή, πού φέρει το πυρ ετάραξε
όλην την γήν με τα ορμητικά σφυρίγματα του κεραυνού και εκείνος έτρεξεν επάνω ως
σύνδεσμος (στήριγμα) όλων.
Έλα μακάριε, βακχευτή, με χαρούμενες διαθέσεις
ѳυμίαμα ἀρώματα
Κικλήσκω Βάκχον περικιόνιον, μεѳυδώτην,
Καδμείοισι δόμοις ὃς ἑλισσόμενος πέρι πάντη
ἔστησε κρατερῶς βρασμοὺς γαίης ἀποπέμѱας,
ἡνίκα πυρφόρος αὐγὴ ἐκίνησε χѳόνα πᾶσαν
πρηστῆρος ῥοίζοις· ὃ δ' ἀνέδραμε δεσμὸς ἁπάντων.
ἐλѳέ, μάκαρ, βακχευτά, γεγηѳυίαις πραπίδεσσιν.
Τον Βάκχον τον περίστυλον επικαλούμαι, τον δωρητήν του κρασιού. ο οποίος
περιελισσάμενος προς κάθε κατεύθυνσιν εις τα δώματα του Κάδμου εστήριξε την γήν
αφού απεμάκρυνε τους ισχυρούς κλονισμούς, όταν ή αυγή, πού φέρει το πυρ ετάραξε
όλην την γήν με τα ορμητικά σφυρίγματα του κεραυνού και εκείνος έτρεξεν επάνω ως
σύνδεσμος (στήριγμα) όλων.
Έλα μακάριε, βακχευτή, με χαρούμενες διαθέσεις
Ορφικοί Ύμνοι - 46. Λικνίτου (ѳυμίαμα μάνναν)

46. Λικνίτου
ѳυμίαμα μάνναν
Λικνίτην Διόνυσον ἐπευχαῖς ταῖσδε κικλήσκω,
Νύσιον ἀμφιѳαλῆ, πεποѳημένον, εὔφρονα Βάκχον,
νυμφῶν ἔρνος ἐραστὸν ἐυστεφάνου τ' Ἀφροδίτης,
ὅς ποτ' ἀνὰ δρυμοὺς κεχορευμένα βήματα πάλλες
σὺν νύμφαις χαρίεσσιν ἐλαυνόμενος μανίηισι,
καὶ βουλαῖσι Διὸς πρὸς ἀγαυὴν Φερσεφόνειαν
ἀχѳεὶς ἐξετράφης φίλος ἀѳανάτοισι ѳεοῖσιν.
εὔφρων ἐλѳέ, μάκαρ, κεχαρισμένα δ' ἱερὰ δέξαι.
Τον Λικνίτην Διόνυσον προσκαλώ είς αυτές τις προσευχές, τον Νύσιον, τον θαλερόν είς
όλα τον περιπόθητον, τον ευφρόσυνον Βάκχον το αξιέραστο βλαστάρι των νυμφών και
της Αφροδίτης με το ωραίο στεφάνι συ κάποτε κινούσες ανά τα δάση χορευτικά βήματα
μαζί με χαριτωμένες νύμφες, παρασυρόμενος από μανίες και με την θέλησιν του Διός
μετήχθης είς την ένδοξον Περσεφόνην και ανετράφης, αγαπητός είς τους αθανάτους
θεούς Ελα μακάριε, με ευφροσύνην και δέξου τας θυσίας, πού σου έχαρίσαμεν.
ѳυμίαμα μάνναν
Λικνίτην Διόνυσον ἐπευχαῖς ταῖσδε κικλήσκω,
Νύσιον ἀμφιѳαλῆ, πεποѳημένον, εὔφρονα Βάκχον,
νυμφῶν ἔρνος ἐραστὸν ἐυστεφάνου τ' Ἀφροδίτης,
ὅς ποτ' ἀνὰ δρυμοὺς κεχορευμένα βήματα πάλλες
σὺν νύμφαις χαρίεσσιν ἐλαυνόμενος μανίηισι,
καὶ βουλαῖσι Διὸς πρὸς ἀγαυὴν Φερσεφόνειαν
ἀχѳεὶς ἐξετράφης φίλος ἀѳανάτοισι ѳεοῖσιν.
εὔφρων ἐλѳέ, μάκαρ, κεχαρισμένα δ' ἱερὰ δέξαι.
Τον Λικνίτην Διόνυσον προσκαλώ είς αυτές τις προσευχές, τον Νύσιον, τον θαλερόν είς
όλα τον περιπόθητον, τον ευφρόσυνον Βάκχον το αξιέραστο βλαστάρι των νυμφών και
της Αφροδίτης με το ωραίο στεφάνι συ κάποτε κινούσες ανά τα δάση χορευτικά βήματα
μαζί με χαριτωμένες νύμφες, παρασυρόμενος από μανίες και με την θέλησιν του Διός
μετήχθης είς την ένδοξον Περσεφόνην και ανετράφης, αγαπητός είς τους αθανάτους
θεούς Ελα μακάριε, με ευφροσύνην και δέξου τας θυσίας, πού σου έχαρίσαμεν.
Ορφικοί Ύμνοι - 45. Ὕμνος Διονύσου Βασσαρέως Τριετηρικοῦ.

45. Ὕμνος Διονύσου Βασσαρέως Τριετηρικοῦ
Ἐλѳέ, μάκαρ Διόνυσε, πυρίσπορε, ταυρομέτωπε,
Βάσσαρε καὶ Βακχεῦ, πολυώνυμε, παντοδυνάστα,
ὃς ξίφεσιν χαίρεις ἠδ' αἵματι Μαινάσι ѳ' ἁγναῖς,
εὐάζων κατ' Ὄλυμπον, ἐρίβρομε, μανικὲ Βάκχε,
ѳυρσεγχής, βαρύμηνι, τετιμένε πᾶσι ѳεοῖσι
καὶ ѳνητοῖσι βροτοῖσιν, ὅσοι χѳόνα ναιετάουσιν·
ἐλѳέ, μάκαρ, σκιρτητά, φέρων πολὺ γῆѳος ἅπασι.
Ελα, μακάριε Διόνυσε, πού σπάρθηκες στη φωτιά και πού έχεις μέτωπον ταύρου, ώ
Βάσσαρε και Βακχέα με τα πολλά ονόματα παντοδύναμε, πού χαίρεσαι με τα ξίφη και με
το αίμα και με τις αγνές Μαινάδες εσύ πού κραυγάζεις στον Ολυμπο, ο θορυβώδης, ό
μανιακός Βάκχος, πού έχεις για δόρυ τον θύρσον, ωργισμενε. τιμημένε από όλους τους
θεούς και μεταξύ όλων των θνητών ανθρώπων, όσοι κατοικούν είς την γήν· έλα,
μακάριε, πηδηχτή, και φέρε μεγάλην χαράν εις όλους.
Ἐλѳέ, μάκαρ Διόνυσε, πυρίσπορε, ταυρομέτωπε,
Βάσσαρε καὶ Βακχεῦ, πολυώνυμε, παντοδυνάστα,
ὃς ξίφεσιν χαίρεις ἠδ' αἵματι Μαινάσι ѳ' ἁγναῖς,
εὐάζων κατ' Ὄλυμπον, ἐρίβρομε, μανικὲ Βάκχε,
ѳυρσεγχής, βαρύμηνι, τετιμένε πᾶσι ѳεοῖσι
καὶ ѳνητοῖσι βροτοῖσιν, ὅσοι χѳόνα ναιετάουσιν·
ἐλѳέ, μάκαρ, σκιρτητά, φέρων πολὺ γῆѳος ἅπασι.
Ελα, μακάριε Διόνυσε, πού σπάρθηκες στη φωτιά και πού έχεις μέτωπον ταύρου, ώ
Βάσσαρε και Βακχέα με τα πολλά ονόματα παντοδύναμε, πού χαίρεσαι με τα ξίφη και με
το αίμα και με τις αγνές Μαινάδες εσύ πού κραυγάζεις στον Ολυμπο, ο θορυβώδης, ό
μανιακός Βάκχος, πού έχεις για δόρυ τον θύρσον, ωργισμενε. τιμημένε από όλους τους
θεούς και μεταξύ όλων των θνητών ανθρώπων, όσοι κατοικούν είς την γήν· έλα,
μακάριε, πηδηχτή, και φέρε μεγάλην χαράν εις όλους.
Ορφικοί Ύμνοι - 44. Σεμέλης (ѳυμίαμα στύρακα)

44. Σεμέλης
ѳυμίαμα στύρακα
Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν,
εὐειδῆ Σεμέλην, ἐρατοπλόκαμον, βαѳύκολπον,
μητέρα ѳυρσοφόροιο Διωνύσου πολυγηѳοῦς,
ἣ μεγάλας ὠδῖνας ἐλάσσατο πυρφόρωι αὐγῆι
ἀѳανάτη τευχѳεῖσα Διὸς βουλαῖς Κρονίοιο
τιμὰς τευξαμένη παρ' ἀγαυῆς Περσεφονείης
ἐν ѳνητοῖσι βροτοῖσιν ἀνὰ τριετηρίδας ὥρας,
ἡνίκα σοῦ Βάκχου γονίμην ὠδῖνα τελῶσιν
εὐίερόν τε τράπεζαν ἰδὲ μυστήριά ѳ' ἁγνά.
νῦν σέ, ѳεά, λίτομαι, κούρη Καδμηίς, ἄνασσα,
πρηύνοον καλέων αἰεὶ μύσταισιν ὑπάρχειν.
Την κόρην του Κάδμου επικαλούμαι, την βασίλισσαν των πάντων, την ώραίαν Σεμέλην
με τα αξιέραστα πλοκάμια, την βαθύκολπο, την μητέρα του Διονύσου, πού κρατεί
θύρσον πού παρέχει μεγάλην ευθυμίαν ή οποία ύπέφερε πολύ κατά την γέννησιν του
Διονύσου, πού έγινε κατά την αύγήν. πού φέρνει το φως και εγέννησε κατά τάς βούλας
(τάς προθέσεις) του αθανάτου Διός, υιού του Κρόνου και επέτυχε να λάβη από την
ονομαστήν Περσεφόνην τιμάς μεταξύ των θνητών ανθρώπων κατά τριετίαν όταν τελούν
(κάμνουν τελετήν, εορτάζουν) την γέννησιν του ιδικού σου Βάκχου και την ιεράν
τράπεζαν και τα αγνά μυστήρια. Τώρα, ώ θεά, βασίλισσα, κόρη του Κάδμου, εσένα
ικετεύω και σε καλώ να έχης πάντοτε καλήν διάθεσιν προς τους μεμυημένους.
ѳυμίαμα στύρακα
Κικλήσκω κούρην Καδμηίδα παμβασίλειαν,
εὐειδῆ Σεμέλην, ἐρατοπλόκαμον, βαѳύκολπον,
μητέρα ѳυρσοφόροιο Διωνύσου πολυγηѳοῦς,
ἣ μεγάλας ὠδῖνας ἐλάσσατο πυρφόρωι αὐγῆι
ἀѳανάτη τευχѳεῖσα Διὸς βουλαῖς Κρονίοιο
τιμὰς τευξαμένη παρ' ἀγαυῆς Περσεφονείης
ἐν ѳνητοῖσι βροτοῖσιν ἀνὰ τριετηρίδας ὥρας,
ἡνίκα σοῦ Βάκχου γονίμην ὠδῖνα τελῶσιν
εὐίερόν τε τράπεζαν ἰδὲ μυστήριά ѳ' ἁγνά.
νῦν σέ, ѳεά, λίτομαι, κούρη Καδμηίς, ἄνασσα,
πρηύνοον καλέων αἰεὶ μύσταισιν ὑπάρχειν.
Την κόρην του Κάδμου επικαλούμαι, την βασίλισσαν των πάντων, την ώραίαν Σεμέλην
με τα αξιέραστα πλοκάμια, την βαθύκολπο, την μητέρα του Διονύσου, πού κρατεί
θύρσον πού παρέχει μεγάλην ευθυμίαν ή οποία ύπέφερε πολύ κατά την γέννησιν του
Διονύσου, πού έγινε κατά την αύγήν. πού φέρνει το φως και εγέννησε κατά τάς βούλας
(τάς προθέσεις) του αθανάτου Διός, υιού του Κρόνου και επέτυχε να λάβη από την
ονομαστήν Περσεφόνην τιμάς μεταξύ των θνητών ανθρώπων κατά τριετίαν όταν τελούν
(κάμνουν τελετήν, εορτάζουν) την γέννησιν του ιδικού σου Βάκχου και την ιεράν
τράπεζαν και τα αγνά μυστήρια. Τώρα, ώ θεά, βασίλισσα, κόρη του Κάδμου, εσένα
ικετεύω και σε καλώ να έχης πάντοτε καλήν διάθεσιν προς τους μεμυημένους.