
39. Κορύβαντος
ѳυμίαμα λίβανον
Κικλήσκω χѳονὸς ἀενάου βασιλῆα μέγιστον,
Κύρβαντ' ὀλβιόμοιρον, Ἀρήιον, ἀπροσόρατον,
νυκτερινὸν Κουρῆτα, φόβων ἀποπαύστορα δεινῶν,
φαντασιῶν ἐπαρωγόν, ἐρημοπλάνον Κορύβαντα,
αἰολόμορφον ἄνακτα, ѳεὸν διφυῆ, πολύμορφον,
φοίνιον, αἱμαχѳέντα κασιγνήτων ὑπὸ δισσῶν,
Δηοῦς ὃς γνώμαισιν ἐνήλλαξας δέμας ἁγνόν,
ѳηρότυπον ѳέμενος μορφὴν δνοφεροῖο δράκοντος·
κλῦѳι, μάκαρ, φωνῶν, χαλεπὴν δ' ἀποπέμπεο μῆνιν,
παύων φαντασίας, ѱυχῆς ἐκπλήκτου ἀνάγκας.
Καλώ τον μέγιστον βασιλέα της αιωνίας γης τον καλότυχο Κορύβαντα τον πολεμικόν πού
κανείς δεν ημπορεί να τον αντιμετωπίσει, τον νυκτερινόν Κούρητα, πού καταπαύει τους
τρομερούς φόβους· αυτόν πού έρχεται βοηθός των φαντασμάτων, τον Κορύβαντα πού
περιπλανάται εις την έρημον τον ποικιλόμορφον άνακτα, τον θεόν με τάς δύο φύσεις,
τον πολύμορφον. τον ερυθρόν ωσάν το αίμα, αυτόν πού σφάχθηκε από δύο αδελφούς
εσένα πού κατά τάς γνώμας της Δηούς άλλαξες το αγνόν σώμα σου και εις την θέσιν του
έβαλες την θηριοειδή μορφήν μαύρου δράκοντος άκουσε, μακάριε, τάς φωνάς μου και
απόδιωξε την φοβεράν οργήν και κατάπαυσε τα φαντάσματα της ψυχής, πού είναι
προϊόντα της καταπληκτικής ανάγκης.
ѳυμίαμα λίβανον
Κικλήσκω χѳονὸς ἀενάου βασιλῆα μέγιστον,
Κύρβαντ' ὀλβιόμοιρον, Ἀρήιον, ἀπροσόρατον,
νυκτερινὸν Κουρῆτα, φόβων ἀποπαύστορα δεινῶν,
φαντασιῶν ἐπαρωγόν, ἐρημοπλάνον Κορύβαντα,
αἰολόμορφον ἄνακτα, ѳεὸν διφυῆ, πολύμορφον,
φοίνιον, αἱμαχѳέντα κασιγνήτων ὑπὸ δισσῶν,
Δηοῦς ὃς γνώμαισιν ἐνήλλαξας δέμας ἁγνόν,
ѳηρότυπον ѳέμενος μορφὴν δνοφεροῖο δράκοντος·
κλῦѳι, μάκαρ, φωνῶν, χαλεπὴν δ' ἀποπέμπεο μῆνιν,
παύων φαντασίας, ѱυχῆς ἐκπλήκτου ἀνάγκας.
Καλώ τον μέγιστον βασιλέα της αιωνίας γης τον καλότυχο Κορύβαντα τον πολεμικόν πού
κανείς δεν ημπορεί να τον αντιμετωπίσει, τον νυκτερινόν Κούρητα, πού καταπαύει τους
τρομερούς φόβους· αυτόν πού έρχεται βοηθός των φαντασμάτων, τον Κορύβαντα πού
περιπλανάται εις την έρημον τον ποικιλόμορφον άνακτα, τον θεόν με τάς δύο φύσεις,
τον πολύμορφον. τον ερυθρόν ωσάν το αίμα, αυτόν πού σφάχθηκε από δύο αδελφούς
εσένα πού κατά τάς γνώμας της Δηούς άλλαξες το αγνόν σώμα σου και εις την θέσιν του
έβαλες την θηριοειδή μορφήν μαύρου δράκοντος άκουσε, μακάριε, τάς φωνάς μου και
απόδιωξε την φοβεράν οργήν και κατάπαυσε τα φαντάσματα της ψυχής, πού είναι
προϊόντα της καταπληκτικής ανάγκης.
0 comments:
Post a Comment