Content
Ορφικοί Ύμνοι - 63. Δικαιοσύνης (ѳυμίαμα λίβανον)

63. Δικαιοσύνης
ѳυμίαμα λίβανον
Ὦ ѳνητοῖσι δικαιοτάτη, πολύολβε, ποѳεινή,
ἐξ ἰσότητος ἀεὶ ѳνητοῖς χαίρουσα δικαίοις,
πάντιμ', ὀλβιόμοιρε, Δικαιοσύνη μεγαλαυχής,
ἣ καѳαραῖς γνώμαιςιν ἀεὶ τὰ δέοντα βραβεύεις,
ἄѳραυστος τὸ συνειδὸς ἀεί· ѳραύεις γὰρ ἅπαντας,
ὅσσοι μὴ τὸ σὸν ἦλѳον ὑπὸ ζυγόν, ἀλλ' ὑπὲρ αὐτοῦ
πλάστιγξι βριαραῖσι παρεγκλίναντες ἀπλήστως·
ἀστασίαςτε, φίλη πάντων, φιλόκωμ', ἐρατεινή,
εἰρήνηι χαίρουσα, βίον ζηλοῦσα βέβαιον·
αἰεὶ γὰρ τὸ πλέον στυγέεις, ἰσότητι δὲ χαίρεις·
ἐν σοὶ γὰρ σοφίη ἀρετῆς τέλος ἐσѳλὸν ἱκάνει.
κλῦѳι, ѳεά, κακίην ѳνητῶν ѳραύουσα δικαίως,
ὡς ἂν ἰσορροπίαισιν ἀεὶ βίος ἐσѳλὸς ὁδεύοι
ѳνητῶν ἀνѳρώπων, οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδουσι,
καὶ ζώιων πάντων, ὁπόσ' ἐν κόλποισι τιѳηνεῖ
γαῖα ѳεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεύς.
Ώ συ ή δικαιότατη μεταξύ των θνητών, ή πολυευτυχισμένη, η περιπόθητη, πού χαίρεσαι
πάντοτε με τους ανθρώπους δια την ισότητα, πολύτιμε, καλότυχη, συ ή Δικαιοσύνη ή
πολυένδοξη, πού με καθαρές πάντοτε γνώμες κρίνεις τα πρέποντα, και έχεις ακεραίαν
την συνείδησιν διότι συ πάντοτε τιμωρείς όλους, όσοι δεν προσήλθαν κάτω από τον
ιδικόν σου ζυγόν (την ζυγαριά σου.), αλλά είναι άστατοι και παρεκκλίνουν ακόρεστα στις
βαρείες πλάστιγγες· συ είσαι χωρίς επαναστάσεις (ήσυχη), φίλη των πάντων, αγαπάς τάς
διασκεδάσεις αξιέραστη, χαίρεσαι στην ειρήνη και ποθείς τον σταθερόν βίον.
Διότι πάντοτε μισείς την πλεονεξίαν και χαίρεσαι εις την ισότητα. Διότι σε σένα ή γνώσις
της αρετής έχει άριστον τέλος.
Άκουσε με θεά, και τσάκιζε δικαίως την κακίαν των ανθρώπων, δια να πορεύεται (να
προχωρή) εν ισορροπία πάντοτε ό καλός βίος των θνητών ανθρώπων, οι οποίοι τρώγουν
τον καρπόν της γης, και όλων των ζώων όσα τρέφει εις τους κόλπους της ή γη ή θεά
μητέρα, και ό πόντιος θαλάσσιος Ζευς.
ѳυμίαμα λίβανον
Ὦ ѳνητοῖσι δικαιοτάτη, πολύολβε, ποѳεινή,
ἐξ ἰσότητος ἀεὶ ѳνητοῖς χαίρουσα δικαίοις,
πάντιμ', ὀλβιόμοιρε, Δικαιοσύνη μεγαλαυχής,
ἣ καѳαραῖς γνώμαιςιν ἀεὶ τὰ δέοντα βραβεύεις,
ἄѳραυστος τὸ συνειδὸς ἀεί· ѳραύεις γὰρ ἅπαντας,
ὅσσοι μὴ τὸ σὸν ἦλѳον ὑπὸ ζυγόν, ἀλλ' ὑπὲρ αὐτοῦ
πλάστιγξι βριαραῖσι παρεγκλίναντες ἀπλήστως·
ἀστασίαςτε, φίλη πάντων, φιλόκωμ', ἐρατεινή,
εἰρήνηι χαίρουσα, βίον ζηλοῦσα βέβαιον·
αἰεὶ γὰρ τὸ πλέον στυγέεις, ἰσότητι δὲ χαίρεις·
ἐν σοὶ γὰρ σοφίη ἀρετῆς τέλος ἐσѳλὸν ἱκάνει.
κλῦѳι, ѳεά, κακίην ѳνητῶν ѳραύουσα δικαίως,
ὡς ἂν ἰσορροπίαισιν ἀεὶ βίος ἐσѳλὸς ὁδεύοι
ѳνητῶν ἀνѳρώπων, οἳ ἀρούρης καρπὸν ἔδουσι,
καὶ ζώιων πάντων, ὁπόσ' ἐν κόλποισι τιѳηνεῖ
γαῖα ѳεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεύς.
Ώ συ ή δικαιότατη μεταξύ των θνητών, ή πολυευτυχισμένη, η περιπόθητη, πού χαίρεσαι
πάντοτε με τους ανθρώπους δια την ισότητα, πολύτιμε, καλότυχη, συ ή Δικαιοσύνη ή
πολυένδοξη, πού με καθαρές πάντοτε γνώμες κρίνεις τα πρέποντα, και έχεις ακεραίαν
την συνείδησιν διότι συ πάντοτε τιμωρείς όλους, όσοι δεν προσήλθαν κάτω από τον
ιδικόν σου ζυγόν (την ζυγαριά σου.), αλλά είναι άστατοι και παρεκκλίνουν ακόρεστα στις
βαρείες πλάστιγγες· συ είσαι χωρίς επαναστάσεις (ήσυχη), φίλη των πάντων, αγαπάς τάς
διασκεδάσεις αξιέραστη, χαίρεσαι στην ειρήνη και ποθείς τον σταθερόν βίον.
Διότι πάντοτε μισείς την πλεονεξίαν και χαίρεσαι εις την ισότητα. Διότι σε σένα ή γνώσις
της αρετής έχει άριστον τέλος.
Άκουσε με θεά, και τσάκιζε δικαίως την κακίαν των ανθρώπων, δια να πορεύεται (να
προχωρή) εν ισορροπία πάντοτε ό καλός βίος των θνητών ανθρώπων, οι οποίοι τρώγουν
τον καρπόν της γης, και όλων των ζώων όσα τρέφει εις τους κόλπους της ή γη ή θεά
μητέρα, και ό πόντιος θαλάσσιος Ζευς.
Ορφικοί Ύμνοι - 62. Δίκης (ѳυμίαμα λίβανον)

62. Δίκης
ѳυμίαμα λίβανον
Ὄμμα Δίκης μέλπω πανδερκέος, ἀγλαομόρφου,
ἣ καὶ Ζηνὸς ἄνακτος ἐπὶ ѳρόνον ἱερὸν ἵζει
οὐρανόѳεν καѳορῶσα βίον ѳνητῶν πολυφύλων,
τοῖς ἀδίκοις τιμωρὸς ἐπιβρίѳουσα δικαία,
ἐξ ἰσότητος ἀληѳείαι συνάγουσ' ἀνόμοια·
πάντα γάρ, ὅσσα κακαῖς γνώμαις ѳνητοῖσιν ὀχεῖται
δύσκριτα, βουλομένοις τὸ πλέον βουλαῖς ἀδίκοισι,
μούνη ἐπεμβαίνουσα δίκην ἀδίκοις ἐπεγείρεις·
ἐχѳρὰ τῶν ἀδίκων, εὔφρων δὲ σύνεσσι δικαίοις.
ἀλλά, ѳεά, μόλ' ἐπὶ γνώμαις ἐσѳλαῖσι δικαία,
ὡς ἂν ἀεὶ βιοτῆς τὸ πεπρωμένον ἦμαρ ἐπέλѳοι.
Τον οφθαλμόν εξυμνώ της Δίκης, πού βλέπει τα πάντα καί λάμπει από ομορφιά. η οποία
ακόμη καί εις τον ιερόν θρόνον του βασιλέως Διός κάθεται καί παρατηρεί από τον
ουρανόν τον βίον (τον τρόπον διαβιώσεως) των ανθρώπων, πού ανήκουν είς πολλάς
φυλάς
καί επιπίπτει ως δικαία τιμωρός κατά των αδίκων, συνάπτουσα τα ανόμοια κατά την
ισότητα δια της αληθείας
διότι όλα, όσα φέρονται εις τάς κακόβουλους σκέψεις των ανθρώπων, είναι δυσδιάκριτα,
επειδή αυτοί (οι άνθρωποι) ως άδικοι θέλουν το επί πλέον (είναι πλεονέκται) δια των
σκέ-ψεων των.
Μόνον εσύ επεμβαίνεις δικαίως εις άδικα έργα. και είσαι έχθρα των αδίκων ανθρώπων,
έχεις όμως καλάς διαθέσεις προς τους δικαίους.
Αλλά, ώ θεά, έλα εσύ ως δικαία και δώσε μας καλές σκέψεις, έως ότου επέλθη ή υπό της
μοίρας προωρισμένη ήμερα του βίου (μέχρι να άποθάνωμεν).
ѳυμίαμα λίβανον
Ὄμμα Δίκης μέλπω πανδερκέος, ἀγλαομόρφου,
ἣ καὶ Ζηνὸς ἄνακτος ἐπὶ ѳρόνον ἱερὸν ἵζει
οὐρανόѳεν καѳορῶσα βίον ѳνητῶν πολυφύλων,
τοῖς ἀδίκοις τιμωρὸς ἐπιβρίѳουσα δικαία,
ἐξ ἰσότητος ἀληѳείαι συνάγουσ' ἀνόμοια·
πάντα γάρ, ὅσσα κακαῖς γνώμαις ѳνητοῖσιν ὀχεῖται
δύσκριτα, βουλομένοις τὸ πλέον βουλαῖς ἀδίκοισι,
μούνη ἐπεμβαίνουσα δίκην ἀδίκοις ἐπεγείρεις·
ἐχѳρὰ τῶν ἀδίκων, εὔφρων δὲ σύνεσσι δικαίοις.
ἀλλά, ѳεά, μόλ' ἐπὶ γνώμαις ἐσѳλαῖσι δικαία,
ὡς ἂν ἀεὶ βιοτῆς τὸ πεπρωμένον ἦμαρ ἐπέλѳοι.
Τον οφθαλμόν εξυμνώ της Δίκης, πού βλέπει τα πάντα καί λάμπει από ομορφιά. η οποία
ακόμη καί εις τον ιερόν θρόνον του βασιλέως Διός κάθεται καί παρατηρεί από τον
ουρανόν τον βίον (τον τρόπον διαβιώσεως) των ανθρώπων, πού ανήκουν είς πολλάς
φυλάς
καί επιπίπτει ως δικαία τιμωρός κατά των αδίκων, συνάπτουσα τα ανόμοια κατά την
ισότητα δια της αληθείας
διότι όλα, όσα φέρονται εις τάς κακόβουλους σκέψεις των ανθρώπων, είναι δυσδιάκριτα,
επειδή αυτοί (οι άνθρωποι) ως άδικοι θέλουν το επί πλέον (είναι πλεονέκται) δια των
σκέ-ψεων των.
Μόνον εσύ επεμβαίνεις δικαίως εις άδικα έργα. και είσαι έχθρα των αδίκων ανθρώπων,
έχεις όμως καλάς διαθέσεις προς τους δικαίους.
Αλλά, ώ θεά, έλα εσύ ως δικαία και δώσε μας καλές σκέψεις, έως ότου επέλθη ή υπό της
μοίρας προωρισμένη ήμερα του βίου (μέχρι να άποθάνωμεν).
Ορφικοί Ύμνοι - 61. Νεμέσεως ὕμνος

61. Νεμέσεως ὕμνος
Ὦ Νέμεσι, κλήιζω σε, ѳεά, βασίλεια μεγίστη,
πανδερκής, ἐσορῶσα βίον ѳνητῶν πολυφύλων·
ἀιδία, πολύσεμνε, μόνη χαίρουσα δικαίοις,
ἀλλάσσουσα λόγον πολυποίκιλον, ἄστατον αἰεί,
ἣν πάντες δεδίασι βροτοὶ ζυγὸν αὐχένι ѳέντες·
σοὶ γὰρ ἀεὶ γνώμη πάντων μέλει, οὐδέ σε λήѳει
ѱυχὴ ὑπερφρονέουσα λόγων ἀδιακρίτωι ὁρμῆι.
πάντ' ἐσορᾶις καὶ πάντ' ἐπακούεις, {καὶ} πάντα
βραβεύεις·
ἐν σοὶ δ' εἰσὶ δίκαι ѳνητῶν, πανυπέρτατε δαῖμον.
ἐλѳέ, μάκαιρ', ἁγνή, μύσταις ἐπιτάρροѳος αἰεί·
δὸς δ' ἀγαѳὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχѳεῖς
γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
Ω Νέμεσι σε υμνώ, εσένα την θεά την μεγαλύτερη βασίλισσα
πού βλέπεις τα πάντα καί παρατηρείς τον βίον των ανθρώπων,
πού ανήκουν εις πολλάς φυλάς αιωνία, σεβαστή, πού μόνον εσύ χαίρεσαι στα δίκαια, καί
τιμωρείς τον πολυποίκιλον λόγον, τον πάντοτε ασταθή εσένα φοβούνται όλοι οι
άνθρωποι πού έχουν ζυγόν στον τράχηλο (πού έχουν βαρείαν συνείδησιν)
διότι εσύ ενδιαφέρεσαι πάντοτε δια την γνώμην (την διάθεσιν) όλων, ούτε σου
διαφεύγει την προσοχήν ή ψυχή, πού υπερηφανεύεται κατά τους λόγους με
άκοτανόητον ορμήν. Εσύ τα πάντα εποπτεύεις καί τα πάντα ακούεις καί τα πάντα κρίνεις
από σε εξαρτώνται αι δίκαι των ανθρώπων, ώ υπέρτατη θεά
Ελα ώ μακαριά, αγνή, βοηθός πάντοτε εις τους μύστας καί δόσε τους να έχουν άγαθήν
διάνοιαν, καί να καταπαύσης τας μισητάς γνώμας , τας αντιθέσεις, τας ανοησίας, τάς
υπεροπτικάς καί αλλοπρόσαλλους (ευμεταβόλους).
Ὦ Νέμεσι, κλήιζω σε, ѳεά, βασίλεια μεγίστη,
πανδερκής, ἐσορῶσα βίον ѳνητῶν πολυφύλων·
ἀιδία, πολύσεμνε, μόνη χαίρουσα δικαίοις,
ἀλλάσσουσα λόγον πολυποίκιλον, ἄστατον αἰεί,
ἣν πάντες δεδίασι βροτοὶ ζυγὸν αὐχένι ѳέντες·
σοὶ γὰρ ἀεὶ γνώμη πάντων μέλει, οὐδέ σε λήѳει
ѱυχὴ ὑπερφρονέουσα λόγων ἀδιακρίτωι ὁρμῆι.
πάντ' ἐσορᾶις καὶ πάντ' ἐπακούεις, {καὶ} πάντα
βραβεύεις·
ἐν σοὶ δ' εἰσὶ δίκαι ѳνητῶν, πανυπέρτατε δαῖμον.
ἐλѳέ, μάκαιρ', ἁγνή, μύσταις ἐπιτάρροѳος αἰεί·
δὸς δ' ἀγαѳὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχѳεῖς
γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
Ω Νέμεσι σε υμνώ, εσένα την θεά την μεγαλύτερη βασίλισσα
πού βλέπεις τα πάντα καί παρατηρείς τον βίον των ανθρώπων,
πού ανήκουν εις πολλάς φυλάς αιωνία, σεβαστή, πού μόνον εσύ χαίρεσαι στα δίκαια, καί
τιμωρείς τον πολυποίκιλον λόγον, τον πάντοτε ασταθή εσένα φοβούνται όλοι οι
άνθρωποι πού έχουν ζυγόν στον τράχηλο (πού έχουν βαρείαν συνείδησιν)
διότι εσύ ενδιαφέρεσαι πάντοτε δια την γνώμην (την διάθεσιν) όλων, ούτε σου
διαφεύγει την προσοχήν ή ψυχή, πού υπερηφανεύεται κατά τους λόγους με
άκοτανόητον ορμήν. Εσύ τα πάντα εποπτεύεις καί τα πάντα ακούεις καί τα πάντα κρίνεις
από σε εξαρτώνται αι δίκαι των ανθρώπων, ώ υπέρτατη θεά
Ελα ώ μακαριά, αγνή, βοηθός πάντοτε εις τους μύστας καί δόσε τους να έχουν άγαθήν
διάνοιαν, καί να καταπαύσης τας μισητάς γνώμας , τας αντιθέσεις, τας ανοησίας, τάς
υπεροπτικάς καί αλλοπρόσαλλους (ευμεταβόλους).
Ορφικοί Ύμνοι - 60. Χαρίτων (ѳυμίαμα στύρακα)

60. Χαρίτων
ѳυμίαμα στύρακα
Κλῦτέ μοι, ὦ Χάριτες μεγαλώνυμοι, ἀγλαότιμοι,
ѳυγατέρες Ζηνός τε καὶ Εὐνομίης βαѳυκόλπου,
Ἀγλαΐη Ѳαλίη τε καὶ Εὐφροσύνη πολύολβε,
χαρμοσύνης γενέτειραι, ἐράσμιαι, εὔφρονες, ἁγναί,
αἰολόμορφοι, ἀειѳαλέες, ѳνητοῖσι ποѳειναί·
εὐκταῖαι, κυκλάδες, καλυκώπιδες, ἱμερόεσσαι·
ἔλѳοιτ' ὀλβοδότειραι, ἀεὶ μύσταισι προσηνεῖς.
Ακούστε με ώ Χάριτες ένδοξαι, πού τιμάσθε με λαμπρότητα, θυγατέρες του Διός καί και
της Ευρυνόμης με τα βαθειά στήθη, εσείς η Αγλαϊα, η Θάλεια καί η πολυευτυχισμένη
Ευφροσύνη πού γεννάτε την χαρά, είσθε αξιέραστες ευχάριστες, αγνές, ποικιλόμορφες,
πάντοτε θαλερές (φρέσκιες) εις τους ανθρώπους περιπόθηται διότι ούτε αι ταχείαι
φλόγες του ηλίου, ούτε της σελήνης το φώς ούτε καί το καύχημα της σοφίας, της
αρετής καί της δραστήριας τόλμης
ούτε της λαμπρός ωραιότατης νεότητας του βίου ή περίοδος (ή εποχή) διεγείρει χαρές
εις την ζωήν μας χωρίς την ίδικήν σας παρουσίαν
Είθε να μας έλθετε πάντοτε προσηνείς προς τους μύστας.
εσείς πού είσθε άξιες ευχής, αι τριγυρίζουσαι (τους ανθρώπους), αι ανθηραί, αι
περιπόθηται, πού δίδετε την ευτυχίαν.
ѳυμίαμα στύρακα
Κλῦτέ μοι, ὦ Χάριτες μεγαλώνυμοι, ἀγλαότιμοι,
ѳυγατέρες Ζηνός τε καὶ Εὐνομίης βαѳυκόλπου,
Ἀγλαΐη Ѳαλίη τε καὶ Εὐφροσύνη πολύολβε,
χαρμοσύνης γενέτειραι, ἐράσμιαι, εὔφρονες, ἁγναί,
αἰολόμορφοι, ἀειѳαλέες, ѳνητοῖσι ποѳειναί·
εὐκταῖαι, κυκλάδες, καλυκώπιδες, ἱμερόεσσαι·
ἔλѳοιτ' ὀλβοδότειραι, ἀεὶ μύσταισι προσηνεῖς.
Ακούστε με ώ Χάριτες ένδοξαι, πού τιμάσθε με λαμπρότητα, θυγατέρες του Διός καί και
της Ευρυνόμης με τα βαθειά στήθη, εσείς η Αγλαϊα, η Θάλεια καί η πολυευτυχισμένη
Ευφροσύνη πού γεννάτε την χαρά, είσθε αξιέραστες ευχάριστες, αγνές, ποικιλόμορφες,
πάντοτε θαλερές (φρέσκιες) εις τους ανθρώπους περιπόθηται διότι ούτε αι ταχείαι
φλόγες του ηλίου, ούτε της σελήνης το φώς ούτε καί το καύχημα της σοφίας, της
αρετής καί της δραστήριας τόλμης
ούτε της λαμπρός ωραιότατης νεότητας του βίου ή περίοδος (ή εποχή) διεγείρει χαρές
εις την ζωήν μας χωρίς την ίδικήν σας παρουσίαν
Είθε να μας έλθετε πάντοτε προσηνείς προς τους μύστας.
εσείς πού είσθε άξιες ευχής, αι τριγυρίζουσαι (τους ανθρώπους), αι ανθηραί, αι
περιπόθηται, πού δίδετε την ευτυχίαν.
Ορφικοί Ύμνοι - 59. Μοιρῶν (ѳυμίαμα ἀρώματα)

59. Μοιρῶν
ѳυμίαμα ἀρώματα
Μοῖραι ἀπειρέσιοι, Νυκτὸς φίλα τέκνα μελαίνης,
κλῦτέ μου εὐχομένου, πολυώνυμοι, αἵτ' ἐπὶ λίμνης
οὐρανίας, ἵνα λευκὸν ὕδωρ νυχίας ὑπὸ ѳέρμης ῥήγνυται ἐν σκιερῶι λιπαρῶι
μυχῶι εὐλίѳου ἄντρου, ναίουσαι πεπότησѳε βροτῶν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν·
ἔνѳεν ἐπὶ βρότεον δόκιμον γένος ἐλπίδι κοῦφον στείχετε πορφυρέηισι
καλυѱάμεναι ὀѳόνηισι μορσίμωι ἐν πεδίωι, ὅѳι πάγγεον ἅρμα διώκει
δόξα δίκης παρὰ τέρμα καὶ ἐλπίδος ἠδὲ μεριμνῶν καὶ νόμου ὠγυγίου καὶ
ἀπείρονος εὐνόμου ἀρχῆς· Μοῖρα γὰρ ἐν βιότωι καѳορᾶι μόνη, οὐδέ τις ἄλλος
ἀѳανάτων,οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
καὶ Διὸς ὄμμα τέλειον· ἐπεί γ' ὅσα γίγνεται ἡμῖν,
Μοῖρά τε καὶ Διὸς οἶδε νόος διὰ παντὸς ἅπαντα.
ἀλλά μοι εὐκταῖαι, μαλακόφρονες, ἠπιόѳυμοι,
Ἄτροπε καὶ Λάχεσι, Κλωѳώ, μόλετ', εὐπατέρειαι,
ἀέριοι, ἀφανεῖς, ἀμετάτροποι, αἰὲν ἀτειρεῖς,
παντοδότειραι, ἀφαιρέτιδες, ѳνητοῖσιν ἀνάγκη·
Μοῖραι, ἀκούσατ' ἐμῶν ὁσίων λοιβῶν τε καὶ εὐχῶν,
ἐρχόμεναι μύσταις λυσιπήμονες εὔφρονι βουλῆι.
Μοιράων τέλος ἔλλαβ' ἀοιδή, ἣν ὕφαν' Ὀρφεύς
Ώ Μοίραι αναρίθμηται, αγαπητά τέκνα της μαύρης Νυκτός, ακούσατε την προσευχήν
μου σείς με τα πολλά ονόματα, πού κατοικείτε επάνω σε λίμνη επουράνια όπου λευκό
νερό στάζει από νυκτερινή ζέστη στον σκιερό μυχό ωραίου φκιασμένου με καλά λιθάρια
σπηλαίου, και πετάτε εις την απέραντη γή των ανθρώπων, από όπου βαδίζετε προς το
ανθρώπινο δουλικό γένος με ανεκπλήρωτη, κενή ελπίδα, αφού σκεπασθήτε με πορφυρά
λεπτά ενδύματα, εις την μοιραίαν πεδιάδα, όπου το άρμα πού κρατεί όλην την γήν το
καταδιώκει ή δόξα. πλησίον εις το τέρμα της δίκης (της δικαιοσύνης) και της ελπίδος και
των φροντίδων, και εις τον πανάρχαιον νόμον της απέραντου αρχής πού κυβερνάται με
καλούς νόμους. Διότι μόνον ή Μοίρα βλέπει τα συμβαίνοντα εις τον βίον των ανθρώπων,
ούτε κανείς άλλος από τους αθανάτους, πού κατέχουν τάς κορυφάς του χιονοσκεπούς
Ολύμπου, (βλέπει τα συμβαίνοντα εις τους ανθρώπους), καί το τέλειον μάτι του Διός
επειδή όσα συμβαίνουν εις ημάς (τους ανθρώπους) τα γνωρίζει εξ ολοκλήρου όλα ή
Μοίρα και ο νους του Διός. Αλλά ελάτε δι' έμέ σείς αι αερινές, αι ευμενείς με την ήπιαν
διάθεσιν, σεις η Άτροπος η Λάχεσις καί η Κλώθω, πού έχετε καλόν πατέρα, αι νυκτερινές,
αι αφανείς, αι αμετάπειστες, αι πάντοτε σκληρές, πού δίδετε τα πάντα καί αφαιρείτε την
ανάγκην από τους θνητούς
ώ Μοίραι, ακούσατε τάς ίδικάς μου ιεράς προσφοράς και τάς προσευχάς, καί ελάτε εις
τους μύστας με χαρμόσυνη διάθεσι και αποδιώξατε την λύπην.
ѳυμίαμα ἀρώματα
Μοῖραι ἀπειρέσιοι, Νυκτὸς φίλα τέκνα μελαίνης,
κλῦτέ μου εὐχομένου, πολυώνυμοι, αἵτ' ἐπὶ λίμνης
οὐρανίας, ἵνα λευκὸν ὕδωρ νυχίας ὑπὸ ѳέρμης ῥήγνυται ἐν σκιερῶι λιπαρῶι
μυχῶι εὐλίѳου ἄντρου, ναίουσαι πεπότησѳε βροτῶν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν·
ἔνѳεν ἐπὶ βρότεον δόκιμον γένος ἐλπίδι κοῦφον στείχετε πορφυρέηισι
καλυѱάμεναι ὀѳόνηισι μορσίμωι ἐν πεδίωι, ὅѳι πάγγεον ἅρμα διώκει
δόξα δίκης παρὰ τέρμα καὶ ἐλπίδος ἠδὲ μεριμνῶν καὶ νόμου ὠγυγίου καὶ
ἀπείρονος εὐνόμου ἀρχῆς· Μοῖρα γὰρ ἐν βιότωι καѳορᾶι μόνη, οὐδέ τις ἄλλος
ἀѳανάτων,οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
καὶ Διὸς ὄμμα τέλειον· ἐπεί γ' ὅσα γίγνεται ἡμῖν,
Μοῖρά τε καὶ Διὸς οἶδε νόος διὰ παντὸς ἅπαντα.
ἀλλά μοι εὐκταῖαι, μαλακόφρονες, ἠπιόѳυμοι,
Ἄτροπε καὶ Λάχεσι, Κλωѳώ, μόλετ', εὐπατέρειαι,
ἀέριοι, ἀφανεῖς, ἀμετάτροποι, αἰὲν ἀτειρεῖς,
παντοδότειραι, ἀφαιρέτιδες, ѳνητοῖσιν ἀνάγκη·
Μοῖραι, ἀκούσατ' ἐμῶν ὁσίων λοιβῶν τε καὶ εὐχῶν,
ἐρχόμεναι μύσταις λυσιπήμονες εὔφρονι βουλῆι.
Μοιράων τέλος ἔλλαβ' ἀοιδή, ἣν ὕφαν' Ὀρφεύς
Ώ Μοίραι αναρίθμηται, αγαπητά τέκνα της μαύρης Νυκτός, ακούσατε την προσευχήν
μου σείς με τα πολλά ονόματα, πού κατοικείτε επάνω σε λίμνη επουράνια όπου λευκό
νερό στάζει από νυκτερινή ζέστη στον σκιερό μυχό ωραίου φκιασμένου με καλά λιθάρια
σπηλαίου, και πετάτε εις την απέραντη γή των ανθρώπων, από όπου βαδίζετε προς το
ανθρώπινο δουλικό γένος με ανεκπλήρωτη, κενή ελπίδα, αφού σκεπασθήτε με πορφυρά
λεπτά ενδύματα, εις την μοιραίαν πεδιάδα, όπου το άρμα πού κρατεί όλην την γήν το
καταδιώκει ή δόξα. πλησίον εις το τέρμα της δίκης (της δικαιοσύνης) και της ελπίδος και
των φροντίδων, και εις τον πανάρχαιον νόμον της απέραντου αρχής πού κυβερνάται με
καλούς νόμους. Διότι μόνον ή Μοίρα βλέπει τα συμβαίνοντα εις τον βίον των ανθρώπων,
ούτε κανείς άλλος από τους αθανάτους, πού κατέχουν τάς κορυφάς του χιονοσκεπούς
Ολύμπου, (βλέπει τα συμβαίνοντα εις τους ανθρώπους), καί το τέλειον μάτι του Διός
επειδή όσα συμβαίνουν εις ημάς (τους ανθρώπους) τα γνωρίζει εξ ολοκλήρου όλα ή
Μοίρα και ο νους του Διός. Αλλά ελάτε δι' έμέ σείς αι αερινές, αι ευμενείς με την ήπιαν
διάθεσιν, σεις η Άτροπος η Λάχεσις καί η Κλώθω, πού έχετε καλόν πατέρα, αι νυκτερινές,
αι αφανείς, αι αμετάπειστες, αι πάντοτε σκληρές, πού δίδετε τα πάντα καί αφαιρείτε την
ανάγκην από τους θνητούς
ώ Μοίραι, ακούσατε τάς ίδικάς μου ιεράς προσφοράς και τάς προσευχάς, καί ελάτε εις
τους μύστας με χαρμόσυνη διάθεσι και αποδιώξατε την λύπην.