Content
Ορφικοί Ύμνοι - 69. Ἐρινύων (ѳυμίαμα στύρακα καὶ μάνναν)

69. Ἐρινύων
ѳυμίαμα στύρακα καὶ μάνναν
Κλῦτε, ѳεαὶ πάντιμοι, ἐρίβρομοι, εὐάστειραι,
Τισιφόνη τε καὶ Ἀλληκτὼ καὶ δῖα Μέγαιρα·
νυκτέριαι, μυχίοις ὑπὸ κεύѳεσιν οἰκί' ἔχουσαι
ἄντρωι ἐν ἠερόεντι παρὰ Στυγὸς ἱερὸν ὕδωρ,
οὐχ ὁσίαις βουλαῖσι βροτῶν κεκοτημέναι αἰεί,
λυσσήρεις, ἀγέρωχοι, ἐπευάζουσαι ἀνάγκαις,
ѳηρόπεπλοι, τιμωροί, ἐρισѳενέες, βαρυαλγεῖς,
Ἀίδεω χѳόνιαι, φοβεραὶ κόραι, αἰολόμορφοι,
ἠέριαι, ἀφανεῖς, ὠκυδρόμοι ὥστε νόημα·
οὔτε γὰρ ἠελίου ταχιναὶ φλόγες οὔτε σελήνης
καὶ σοφίης ἀρετῆς τε καὶ ἐργασίμου ѳρασύτητος
εὔχαρι οὔτε βίου λιπαρᾶς περικαλλέος ἥβης
ὑμῶν χωρὶς ἐγείρει ἐυφροσύνας βιότοιο·
ἀλλ' αἰεὶ ѳνητῶν πάντων ἐπ' ἀπείρονα φῦλα
ὄμμα Δίκης ἐφορᾶτε, δικασπόλοι αἰὲν ἐοῦσαι.
ἀλλά, ѳεαὶ Μοῖραι, ὀφιοπλόκαμοι, πολύμορφοι,
πραΰνοον μετάѳεσѳε βίου μαλακόφρονα δόξαν.
Ακούσατε με ώ θεοί πού έχετε πάσαν τιμήν, πού φωνάζετε δυνατά, βακχικοί, σεις η
Τισιφόνη και η Αλληκτώ και η θεϊκή Μέγαιρα νυκτερινές, πού ζήτε εις τον μυχόν καί
έχετε είς τα βάθη την οικίαν σας μέσα εις ένα ομιχλώδες σπήλαιον πλησίον είς το ιερόν
νερό της Στυγός
πετάτε πάντοτε ένεκα των ανοσιών διαθέσεων των ανθρώπων λυσσασμένες,
μεγαλόφρονες, πολυδύναμες επιφέρουσαι βαρείς πόνους, κόρες του Αδου καταχθόνιες,
ποικιλόμορφες, πού προξενείτε φόβον αέρινες, αφανείς, πού τρέχετε γρήγορα όπως το
νόημα (ό νους).
Εσείς επιβλέπετε πάντοτε ωσάν μάτι της Δίκης τις απειράριθμες φυλές όλων των
ανθρώπων, και είσθε πάντοτε δικασταί. Αλλά, ώ θεαί Μοίραι με τα πλοκάμια από φίδια
πολύμορφες, μεταθέσατε και καταστήσατε την μαλακόκαρδη και ευμενή την γνώμην του
βίου.
ѳυμίαμα στύρακα καὶ μάνναν
Κλῦτε, ѳεαὶ πάντιμοι, ἐρίβρομοι, εὐάστειραι,
Τισιφόνη τε καὶ Ἀλληκτὼ καὶ δῖα Μέγαιρα·
νυκτέριαι, μυχίοις ὑπὸ κεύѳεσιν οἰκί' ἔχουσαι
ἄντρωι ἐν ἠερόεντι παρὰ Στυγὸς ἱερὸν ὕδωρ,
οὐχ ὁσίαις βουλαῖσι βροτῶν κεκοτημέναι αἰεί,
λυσσήρεις, ἀγέρωχοι, ἐπευάζουσαι ἀνάγκαις,
ѳηρόπεπλοι, τιμωροί, ἐρισѳενέες, βαρυαλγεῖς,
Ἀίδεω χѳόνιαι, φοβεραὶ κόραι, αἰολόμορφοι,
ἠέριαι, ἀφανεῖς, ὠκυδρόμοι ὥστε νόημα·
οὔτε γὰρ ἠελίου ταχιναὶ φλόγες οὔτε σελήνης
καὶ σοφίης ἀρετῆς τε καὶ ἐργασίμου ѳρασύτητος
εὔχαρι οὔτε βίου λιπαρᾶς περικαλλέος ἥβης
ὑμῶν χωρὶς ἐγείρει ἐυφροσύνας βιότοιο·
ἀλλ' αἰεὶ ѳνητῶν πάντων ἐπ' ἀπείρονα φῦλα
ὄμμα Δίκης ἐφορᾶτε, δικασπόλοι αἰὲν ἐοῦσαι.
ἀλλά, ѳεαὶ Μοῖραι, ὀφιοπλόκαμοι, πολύμορφοι,
πραΰνοον μετάѳεσѳε βίου μαλακόφρονα δόξαν.
Ακούσατε με ώ θεοί πού έχετε πάσαν τιμήν, πού φωνάζετε δυνατά, βακχικοί, σεις η
Τισιφόνη και η Αλληκτώ και η θεϊκή Μέγαιρα νυκτερινές, πού ζήτε εις τον μυχόν καί
έχετε είς τα βάθη την οικίαν σας μέσα εις ένα ομιχλώδες σπήλαιον πλησίον είς το ιερόν
νερό της Στυγός
πετάτε πάντοτε ένεκα των ανοσιών διαθέσεων των ανθρώπων λυσσασμένες,
μεγαλόφρονες, πολυδύναμες επιφέρουσαι βαρείς πόνους, κόρες του Αδου καταχθόνιες,
ποικιλόμορφες, πού προξενείτε φόβον αέρινες, αφανείς, πού τρέχετε γρήγορα όπως το
νόημα (ό νους).
Εσείς επιβλέπετε πάντοτε ωσάν μάτι της Δίκης τις απειράριθμες φυλές όλων των
ανθρώπων, και είσθε πάντοτε δικασταί. Αλλά, ώ θεαί Μοίραι με τα πλοκάμια από φίδια
πολύμορφες, μεταθέσατε και καταστήσατε την μαλακόκαρδη και ευμενή την γνώμην του
βίου.
Ορφικοί Ύμνοι - 68. Ὑγείας (ѳυμίαμα μάνναν)

68. Ὑγείας
ѳυμίαμα μάνναν
Ἱμερόεσσ', ἐρατή, πολυѳάλμιε, παμβασίλεια,
κλῦѳι, μάκαιρ' Ὑγίεια, φερόλβιε, μῆτερ ἁπάντων·
ἐκ σέο γὰρ νοῦσοι μὲν ἀποφѳινύѳουσι βροτοῖσι,
πᾶς δὲ δόμος ѳάλλει πολυγηѳὴς εἵνεκα σεῖο,
καὶ τέχναι βρίѳουσι· ποѳεῖ δέ σε κόσμος, ἄνασσα,
μοῦνος δὲ στυγέει σ' Ἀίδης ѱυχοφѳόρος αἰεί,
ἀιѳαλής, εὐκταιοτάτη, ѳνητῶν ἀνάπαυμα·
σοῦ γὰρ ἄτερ πάντ' ἐστὶν ἀνωφελῆ ἀνѳρώποισιν·
οὔτε γὰρ ὀλβοδότης πλοῦτος γλυκερὸς ѳαλίηισιν,
οὔτε γέρων πολύμοχѳος ἄτερ σέο γίγνεται ἀνήρ·
πάντων γὰρ κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις.
ἀλλά, ѳεά, μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροѳος αἰεὶ
ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην.
Σύ ή περιπόθητη η αξιέραστη που ζωογονείς τα πάντα, ή βασίλισσα των πάντων, άκουσε
με ώ μακαρία Υγεία, πού φέρεις την εύτυχίαν και είσαι ή μητέρα όλων διότι από σένα
από το ένα μέρος καταστρέφονται αι ασθένειαι των ανθρώπων, και από τα άλλο μέρος
κάθε σπίτι πάλιν εξ αίτιας σου (όταν έχη υγείαν) ανθοφορεί γεμάτο από χαρά, και αι
τέχναι ακμάζουν. Και σε ποθεί ό κόσμος, ώ βασίλισσα, καί μόνον ο Αδης οέ μισεί ο
πάντοτε θανατηφόρος.
Είσαι πάντοτε θαλερά, σε σένα περισσότερο από όλους απευθύνομεν τις ευχές μας είσαι
η ανακούφισις των ανθρώπων διότι χωρίς εσένα όλα είναι ανωφελή εις τους ανθρώπους
διότι ούτε ο Πλούτος, πού μας δίδει τα αγαθά, είναι γλυκός κατά τα συμπόσια, ούτε ο
ανήρ γίνεται γέρων, που εμόχθησε πολύ χωρίς εσένα διότι μόνη εσύ κυριαρχείς των
πάντων, και βασιλεύεις εις όλα. Αλλά ώ θεά έλα εις τους μύστας πάντοτε βοηθός, καί
σώζε μας από την κακότυχη ανία των φοβερών ασθενειών.
ѳυμίαμα μάνναν
Ἱμερόεσσ', ἐρατή, πολυѳάλμιε, παμβασίλεια,
κλῦѳι, μάκαιρ' Ὑγίεια, φερόλβιε, μῆτερ ἁπάντων·
ἐκ σέο γὰρ νοῦσοι μὲν ἀποφѳινύѳουσι βροτοῖσι,
πᾶς δὲ δόμος ѳάλλει πολυγηѳὴς εἵνεκα σεῖο,
καὶ τέχναι βρίѳουσι· ποѳεῖ δέ σε κόσμος, ἄνασσα,
μοῦνος δὲ στυγέει σ' Ἀίδης ѱυχοφѳόρος αἰεί,
ἀιѳαλής, εὐκταιοτάτη, ѳνητῶν ἀνάπαυμα·
σοῦ γὰρ ἄτερ πάντ' ἐστὶν ἀνωφελῆ ἀνѳρώποισιν·
οὔτε γὰρ ὀλβοδότης πλοῦτος γλυκερὸς ѳαλίηισιν,
οὔτε γέρων πολύμοχѳος ἄτερ σέο γίγνεται ἀνήρ·
πάντων γὰρ κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις.
ἀλλά, ѳεά, μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροѳος αἰεὶ
ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην.
Σύ ή περιπόθητη η αξιέραστη που ζωογονείς τα πάντα, ή βασίλισσα των πάντων, άκουσε
με ώ μακαρία Υγεία, πού φέρεις την εύτυχίαν και είσαι ή μητέρα όλων διότι από σένα
από το ένα μέρος καταστρέφονται αι ασθένειαι των ανθρώπων, και από τα άλλο μέρος
κάθε σπίτι πάλιν εξ αίτιας σου (όταν έχη υγείαν) ανθοφορεί γεμάτο από χαρά, και αι
τέχναι ακμάζουν. Και σε ποθεί ό κόσμος, ώ βασίλισσα, καί μόνον ο Αδης οέ μισεί ο
πάντοτε θανατηφόρος.
Είσαι πάντοτε θαλερά, σε σένα περισσότερο από όλους απευθύνομεν τις ευχές μας είσαι
η ανακούφισις των ανθρώπων διότι χωρίς εσένα όλα είναι ανωφελή εις τους ανθρώπους
διότι ούτε ο Πλούτος, πού μας δίδει τα αγαθά, είναι γλυκός κατά τα συμπόσια, ούτε ο
ανήρ γίνεται γέρων, που εμόχθησε πολύ χωρίς εσένα διότι μόνη εσύ κυριαρχείς των
πάντων, και βασιλεύεις εις όλα. Αλλά ώ θεά έλα εις τους μύστας πάντοτε βοηθός, καί
σώζε μας από την κακότυχη ανία των φοβερών ασθενειών.
Ορφικοί Ύμνοι - 67. Ἀσκληπιοῦ (ѳυμίαμα μάνναν)

67. Ἀσκληπιοῦ
ѳυμίαμα μάνναν
Ἰητὴρ πάντων, Ἀσκληπιέ, δέσποτα Παιάν,
ѳέλγων ἀνѳρώπων πολυαλγέα πήματα νούσων,
ἠπιόδωρε, κραταιέ, μόλοις κατάγων ὑγίειαν
καὶ παύων νούσους, χαλεπὰς κῆρας ѳανάτοιο,
αὐξιѳαλής, ἐπίκουρ', ἀπαλεξίκακ', ὀλβιόμοιρε,
Φοίβου Ἀπόλλωνος κρατερὸν ѳάλος ἀγλαότιμον,
ἐχѳρὲ νόσων, Ὑγίειαν ἔχων σύλλεκτρον ἀμεμφῆ,
ἐλѳέ, μάκαρ, σωτήρ, βιοτῆς τέλος ἐσѳλὸν ὀπάζων.
Ώ συ Ασκληπιέ, ιατρέ των πάντων, ώ δέσποτα Παιάν πού μαγεύεις τα εκ των νόσων
παθήματα των ανθρώπων, πού προξενούν μεγάλους πόνους, συ πού καταπραΰνεις με τα
δώρα σου ο ισχυρός, είθε να έλθης φέρων εις ημάς την υγείαν, και καταπαύων τις
βαρείες ασθένειες και τον ολέθριον θάνατον, συ ώ νέε, πού συντελείς εις την αύξησιν και
απομακρύνεις τα κακά ο καλότυχος συ το ισχυρό βλαστάρι, το πολυτίμητο του Φοίβου
Απόλλωνος, ο εχθρός των νοσημάτων, πού έχεις άμεμπτον σύζυγον την Υγείαν έλα,
μακάριε, σωτήρα μας, δίδων εις ημάς καλόν τέλος του βίου.
ѳυμίαμα μάνναν
Ἰητὴρ πάντων, Ἀσκληπιέ, δέσποτα Παιάν,
ѳέλγων ἀνѳρώπων πολυαλγέα πήματα νούσων,
ἠπιόδωρε, κραταιέ, μόλοις κατάγων ὑγίειαν
καὶ παύων νούσους, χαλεπὰς κῆρας ѳανάτοιο,
αὐξιѳαλής, ἐπίκουρ', ἀπαλεξίκακ', ὀλβιόμοιρε,
Φοίβου Ἀπόλλωνος κρατερὸν ѳάλος ἀγλαότιμον,
ἐχѳρὲ νόσων, Ὑγίειαν ἔχων σύλλεκτρον ἀμεμφῆ,
ἐλѳέ, μάκαρ, σωτήρ, βιοτῆς τέλος ἐσѳλὸν ὀπάζων.
Ώ συ Ασκληπιέ, ιατρέ των πάντων, ώ δέσποτα Παιάν πού μαγεύεις τα εκ των νόσων
παθήματα των ανθρώπων, πού προξενούν μεγάλους πόνους, συ πού καταπραΰνεις με τα
δώρα σου ο ισχυρός, είθε να έλθης φέρων εις ημάς την υγείαν, και καταπαύων τις
βαρείες ασθένειες και τον ολέθριον θάνατον, συ ώ νέε, πού συντελείς εις την αύξησιν και
απομακρύνεις τα κακά ο καλότυχος συ το ισχυρό βλαστάρι, το πολυτίμητο του Φοίβου
Απόλλωνος, ο εχθρός των νοσημάτων, πού έχεις άμεμπτον σύζυγον την Υγείαν έλα,
μακάριε, σωτήρα μας, δίδων εις ημάς καλόν τέλος του βίου.