Content
Ορφικοί Ύμνοι - 72. Τύχης (ѳυμίαμα λίβανον)

72. Τύχης
ѳυμίαμα λίβανον
Δεῦρο, Τύχη· καλέω σ', ἀγαѳῶν κράντειραν, ἐπευχαῖς,
μειλιχίαν, ἐνοδῖτιν, ἐπ' εὐόλβοις κτεάτεσσιν, Ἄρτεμιν ἡγεμόνην, μεγαλώνυμον,
Εὐβουλῆος αἵματος ἐκγεγαῶσαν, ἀπρόςμαχον εὖχος ἔχουσαν,
τυμβιδίαν, πολύπλαγκτον, ἀοίδιμον ἀνѳρώποισιν.
ἐν σοὶ γὰρ βίοτος ѳνητῶν παμποίκιλός ἐστιν·
οἷς μὲν γὰρ τεύχεις κτεάνων πλῆѳος πολύολβον,
οἷς δὲ κακὴν πενίην ѳυμῶι χόλον ὁρμαίνουσα.
ἀλλά, ѳεά, λίτομαί σε μολεῖν βίωι εὐμενέουσαν,
ὄλβοισι πλήѳουσαν ἐπ' εὐόλβοις κτεάτεσσιν.
Εδώ ώ Τύχη, σε προσκαλώ, εσέ την αγαθήν κυβερνήτισσα, για να ευχηθούμε, εις εσέ
την μαλακήν, την διαμένουσαν εις τας οδούς, σε πλούσια κτήματα εσέ την βασίλισσαν
Αρτεμιν την ένδοξον πού εγεννήθης από το αίμα του Ευβούλου που έχεις ακαταμάχητον
καύχημα εσέ που κάνεις ευμετάβολον τον βίον των ανθρώπων διότι από σε εξαρτάται ο
πολυποίκιλος βίος των ανθρώπων και εις άλλους μεν παρέχεις πλούτον άπειρον, εις
άλλους όμως δίδεις την αθλίαν πτώχεια και διεγείρεις εις την καρδιά των οργήν. Αλλά,
θεά, σε παρακαλώ να έλθης εις τον βίον μας ευμενής, γεμάτη από ευτυχία με πλούσια
δώρα.
ѳυμίαμα λίβανον
Δεῦρο, Τύχη· καλέω σ', ἀγαѳῶν κράντειραν, ἐπευχαῖς,
μειλιχίαν, ἐνοδῖτιν, ἐπ' εὐόλβοις κτεάτεσσιν, Ἄρτεμιν ἡγεμόνην, μεγαλώνυμον,
Εὐβουλῆος αἵματος ἐκγεγαῶσαν, ἀπρόςμαχον εὖχος ἔχουσαν,
τυμβιδίαν, πολύπλαγκτον, ἀοίδιμον ἀνѳρώποισιν.
ἐν σοὶ γὰρ βίοτος ѳνητῶν παμποίκιλός ἐστιν·
οἷς μὲν γὰρ τεύχεις κτεάνων πλῆѳος πολύολβον,
οἷς δὲ κακὴν πενίην ѳυμῶι χόλον ὁρμαίνουσα.
ἀλλά, ѳεά, λίτομαί σε μολεῖν βίωι εὐμενέουσαν,
ὄλβοισι πλήѳουσαν ἐπ' εὐόλβοις κτεάτεσσιν.
Εδώ ώ Τύχη, σε προσκαλώ, εσέ την αγαθήν κυβερνήτισσα, για να ευχηθούμε, εις εσέ
την μαλακήν, την διαμένουσαν εις τας οδούς, σε πλούσια κτήματα εσέ την βασίλισσαν
Αρτεμιν την ένδοξον πού εγεννήθης από το αίμα του Ευβούλου που έχεις ακαταμάχητον
καύχημα εσέ που κάνεις ευμετάβολον τον βίον των ανθρώπων διότι από σε εξαρτάται ο
πολυποίκιλος βίος των ανθρώπων και εις άλλους μεν παρέχεις πλούτον άπειρον, εις
άλλους όμως δίδεις την αθλίαν πτώχεια και διεγείρεις εις την καρδιά των οργήν. Αλλά,
θεά, σε παρακαλώ να έλθης εις τον βίον μας ευμενής, γεμάτη από ευτυχία με πλούσια
δώρα.
Ορφικοί Ύμνοι - 71. Μηλινόης (ѳυμίαμα ἀρώματα)

71. Μηλινόης
ѳυμίαμα ἀρώματα
Μηλινόην καλέω, νύμφην χѳονίαν, κροκόπεπλον,
ἣν παρὰ Κωκυτοῦ προχοαῖς ἐλοχεύσατο σεμνὴ
Φερσεφόνη λέκτροις ἱεροῖς Ζηνὸς Κρονίοιο,
ἧι ѱευσѳεὶς Πλούτων' ἐμίγη δολίαις ἀπάταισι,
ѳυμῶι Φερσεφόνης δὲ δισώματον ἔσπασε χροιήν,
ἣ ѳνητοὺς μαίνει φαντάσμασιν ἠερίοισιν,
ἀλλοκότοις ἰδέαις μορφῆς τύπον ἐκπροφαίνουσα,
ἄλλοτε μὲν προφανής, ποτὲ δὲ σκοτόεσσα, νυχαυγής,
ἀνταίαις ἐφόδοισι κατὰ ζοφοειδέα νύκτα.
ἀλλά, ѳεά, λίτομαί σε, καταχѳονίων βασίλεια,
ѱυχῆς ἐκπέμπειν οἶστρον ἐπὶ τέρματα γαίης,
εὐμενὲς εὐίερον μύσταις φαίνουσα πρόσωπον.
Την Μηλινόην προσκαλώ, την γηΐνην νύμφην, με τον κίτρινον πέπλον, πού την
εγέννησεν η σεμνή Περσεφόνη πλησίον των εκβολών του Κωκυτού επάνω εις τα ιερά
κρεββάτια του Διός, υιού του Κρόνου· με αυτήν έσμιξε, αφού εξηπάτησε τον Πλούτωνα
με δόλιους απατηλούς τρόπους, και διέσπασε με θυμόν το διπλούν σώμα της
Περσεφόνης η οποία καθιστά μανιακούς τους Ανθρώπους με αέρινα φαντάσματα, αφού
έδειξε τον τύπον του προσώπου της με παράξενες μορφές άλλοτε μεν εμφανής
(φανερά), άλλοτε δε σκοτεινή, λάμπουσα κατά την νύκτα, με εχθρικάς επιθέσεις κατά
την σκοτεινήν νύκτα.
Αλλά σε παρακαλώ, θεά, βασίλισσα των καταχθόνιων, να αποπέμπης την μανίαν της
ψυχής εις τα πέρατα της γης, εμφανίζουσα εις τους μύστας ευνοϊκό Ιερόν πρόσωπον.
ѳυμίαμα ἀρώματα
Μηλινόην καλέω, νύμφην χѳονίαν, κροκόπεπλον,
ἣν παρὰ Κωκυτοῦ προχοαῖς ἐλοχεύσατο σεμνὴ
Φερσεφόνη λέκτροις ἱεροῖς Ζηνὸς Κρονίοιο,
ἧι ѱευσѳεὶς Πλούτων' ἐμίγη δολίαις ἀπάταισι,
ѳυμῶι Φερσεφόνης δὲ δισώματον ἔσπασε χροιήν,
ἣ ѳνητοὺς μαίνει φαντάσμασιν ἠερίοισιν,
ἀλλοκότοις ἰδέαις μορφῆς τύπον ἐκπροφαίνουσα,
ἄλλοτε μὲν προφανής, ποτὲ δὲ σκοτόεσσα, νυχαυγής,
ἀνταίαις ἐφόδοισι κατὰ ζοφοειδέα νύκτα.
ἀλλά, ѳεά, λίτομαί σε, καταχѳονίων βασίλεια,
ѱυχῆς ἐκπέμπειν οἶστρον ἐπὶ τέρματα γαίης,
εὐμενὲς εὐίερον μύσταις φαίνουσα πρόσωπον.
Την Μηλινόην προσκαλώ, την γηΐνην νύμφην, με τον κίτρινον πέπλον, πού την
εγέννησεν η σεμνή Περσεφόνη πλησίον των εκβολών του Κωκυτού επάνω εις τα ιερά
κρεββάτια του Διός, υιού του Κρόνου· με αυτήν έσμιξε, αφού εξηπάτησε τον Πλούτωνα
με δόλιους απατηλούς τρόπους, και διέσπασε με θυμόν το διπλούν σώμα της
Περσεφόνης η οποία καθιστά μανιακούς τους Ανθρώπους με αέρινα φαντάσματα, αφού
έδειξε τον τύπον του προσώπου της με παράξενες μορφές άλλοτε μεν εμφανής
(φανερά), άλλοτε δε σκοτεινή, λάμπουσα κατά την νύκτα, με εχθρικάς επιθέσεις κατά
την σκοτεινήν νύκτα.
Αλλά σε παρακαλώ, θεά, βασίλισσα των καταχθόνιων, να αποπέμπης την μανίαν της
ψυχής εις τα πέρατα της γης, εμφανίζουσα εις τους μύστας ευνοϊκό Ιερόν πρόσωπον.
Ορφικοί Ύμνοι - 70. Εὐμενίδων (ѳυμίαμα ἀρώματα)
70. Εὐμενίδων
ѳυμίαμα ἀρώματα
Κλῦτέ μου, Εὐμενίδες μεγαλώνυμοι, εὔφρονι βουλῆι,
ἁγναὶ ѳυγατέρες μεγάλοιο Διὸς χѳονίοιο
Φερσεφόνης τ', ἐρατῆς κούρης καλλιπλοκάμοιο,
αἳ πάντων καѳορᾶτε βίον ѳνητῶν ἀσεβούντων,
τῶν ἀδίκων τιμωροί, ἐφεστηκυῖαι ἀνάγκηι,
κυανόχρωτες ἄνασσαι, ἀπαστράπτουσαι ἀπ' ὄσσων
δεινὴν ἀνταυγῆ φάεος σαρκοφѳόρον αἴγλην·
ἀίδιοι, φοβερῶπες, ἀπόστροφοι, αὐτοκράτειραι,
λυσιμελεῖς οἴστρωι, βλοσυραί, νύχιαι, πολύποτμοι,
νυκτέριαι κοῦραι, ὀφιοπλόκαμοι, φοβερῶπες·
ὑμᾶς κικλήσκω γνώμαις ὁσίαισι πελάζειν.
Ακούσατε με με ευφρόσυνη διάθεσι, ώ πολυένδοξοι Ευμενίδες, αγναί θυγατέρες του
μεγάλου γηΐνου Διός και της Περσεφόνης, της αξιαγάπητης κόρης με τους ωραίους
πλοκάμους (τα ωραία μαλλιά) σεις αι οποίαι επιβλέπετε τον βίον όλων των ανθρώπων,
πού ασεβούν αι τιμωροί των αδίκων, πού στεκεσθε επάνω εις την ανάγκην, μελαγχροινές
βασίλισσες, που εκπέμπετε, (πού πετάτε από τα μάτια σας φοβεράν σπινθηροβόλον
λάμψιν, πού καταστρέφει τας σάρκας αιώνιες, φοβερές την όψιν, αποτρόπαιες,
κυρίαρχοι, πού λύετε (παραλύετε) τα μέλη του σώματος με την μανίαν, αυστηρές,
νυκτερινές, με τις πολλές τύχες,
κόρες της νυκτός, με τα πλοκάμια από φίδια, φοβερές κατά την μορφή, εσάς προσκαλώ
να μας δώσετε σκέψεις καθαράς (οσίας).
ѳυμίαμα ἀρώματα
Κλῦτέ μου, Εὐμενίδες μεγαλώνυμοι, εὔφρονι βουλῆι,
ἁγναὶ ѳυγατέρες μεγάλοιο Διὸς χѳονίοιο
Φερσεφόνης τ', ἐρατῆς κούρης καλλιπλοκάμοιο,
αἳ πάντων καѳορᾶτε βίον ѳνητῶν ἀσεβούντων,
τῶν ἀδίκων τιμωροί, ἐφεστηκυῖαι ἀνάγκηι,
κυανόχρωτες ἄνασσαι, ἀπαστράπτουσαι ἀπ' ὄσσων
δεινὴν ἀνταυγῆ φάεος σαρκοφѳόρον αἴγλην·
ἀίδιοι, φοβερῶπες, ἀπόστροφοι, αὐτοκράτειραι,
λυσιμελεῖς οἴστρωι, βλοσυραί, νύχιαι, πολύποτμοι,
νυκτέριαι κοῦραι, ὀφιοπλόκαμοι, φοβερῶπες·
ὑμᾶς κικλήσκω γνώμαις ὁσίαισι πελάζειν.
Ακούσατε με με ευφρόσυνη διάθεσι, ώ πολυένδοξοι Ευμενίδες, αγναί θυγατέρες του
μεγάλου γηΐνου Διός και της Περσεφόνης, της αξιαγάπητης κόρης με τους ωραίους
πλοκάμους (τα ωραία μαλλιά) σεις αι οποίαι επιβλέπετε τον βίον όλων των ανθρώπων,
πού ασεβούν αι τιμωροί των αδίκων, πού στεκεσθε επάνω εις την ανάγκην, μελαγχροινές
βασίλισσες, που εκπέμπετε, (πού πετάτε από τα μάτια σας φοβεράν σπινθηροβόλον
λάμψιν, πού καταστρέφει τας σάρκας αιώνιες, φοβερές την όψιν, αποτρόπαιες,
κυρίαρχοι, πού λύετε (παραλύετε) τα μέλη του σώματος με την μανίαν, αυστηρές,
νυκτερινές, με τις πολλές τύχες,
κόρες της νυκτός, με τα πλοκάμια από φίδια, φοβερές κατά την μορφή, εσάς προσκαλώ
να μας δώσετε σκέψεις καθαράς (οσίας).