Ουκ ανδρός όρκοι πίστις, αλλ’ όρκων ανήρ. Δεν είναι οι όρκοι που μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος που μας κάνει να πιστέψουμε τους όρκους.
Ώ ύπνε, συ ο βασιλεύς όλων των μακαρίων θεών καί των θνητών ανθρώπων καί όλων των ζώων όσα τρέφει η ευρεία γή διότι μόνος σου είσαι κυρίαρχος όλων και προσέρχεσαι εις όλους καί δεσμεύεις τα σώματα με δεσμά, που δεν είναι κατασκευασμένα από χαλκό. Εσύ μας απαλλάσσεις από τις φροντίδες καί μας παρέχεις γλυκεία ανακούφισι από τους κόπους καί μας παρασκευάζεις για κάθε λύπη μια ιερή παρηγοριά και μας φέρεις επίσης την άσκησιν (την προπαρασκευήν) του θανάτου καί διασώζεις τάς ψυχάς μας διότι εσύ είσαι εκ φύσεως ο γνήσιος αδελφός της Λήθης καί του θανάτου. Αλλα, ώ μακάριε, σε παρακαλώ να έλθης συγκερασμένος με γλυκύτητα καί να σώζης ευνοϊκώς τους μύστας για τα θεϊκά έργα.
Καθεύδων ουδείς ουδενός άξιος, ουδέν μάλλον του μη ζώντος. Aν κοιμάται (συνέχεια) κανείς, δεν είναι άξιος για τίποτα, όχι πιο πολύ από αυτόν που δεν υπάρχει στη ζωή.